- πειθιατισμός
- (Ιατρ.). Το σύνολο ψυχικών διαταραχών που προέρχονται από υποβολή και οι οποίες θεραπεύονται με την πειθώ. Ο όρος καθιερώθηκε από τον καθηγητή Μπαμπίνσκι. Πάντως, η ψυχονεύρωση αυτή, της οποίας τα αίτια ποικίλλουν ανάλογα με την ψυχοσύνθεση κάθε ατόμου, έχει ως βάση της την αυξημένη συγκινητικότητα και την ειδική υποβλητικότητα του καθενός. Η θεραπεία του π. είναι παρόμοια με εκείνην της υστερίας.
Dictionary of Greek. 2013.